κούκκος

κούκκος
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 35 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές των ορέων Νότιας Πίνδου-Αγράφων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 523 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 18 χλμ. Β της Κατερίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορινού.
* * *
ο (Α κοῡκκος)
βλ. κούκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοῦκκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούκος — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των κοκκυγιδών (cuculidae), της τάξης των κοκκυγιομόρφων. Η οικογένεια περιλαμβάνει 129 είδη με παγκόσμια εξάπλωση· ορισμένα είδη ζουν στα δάση της Ευρώπης, απ’ όπου αποδημούν κατά τα τέλη του καλοκαιριού… …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • cuc — CUC, cuci, s.m. 1. Pasăre călătoare cu pene cenuşii, cu coada lungă cu pete albe, care îşi depune ouăle în cuiburi străine pentru a fi clocite de alte păsări şi care este cunoscută prin sunetele caracteristice pe care le scoate (Cuculus canorus) …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”